- αρχηγενης
- ἀρχηγενήςἀρχη-γενής2являющийся первопричиной
(κλαυμάτων Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κλαυμάτων Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αρχηγενής — ἀρχηγενής, ές (Α) αυτός που κάνει την αρχή σε κάτι ή που κάνει κάτι ν αρχίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχη < άρχω + γενής < γένος < γίγνομαι. Πρόκειται για άπαξ ειρημένο τ. και είναι το μοναδικό σύνθετο στο α συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ … Dictionary of Greek
ἀρχηγενῆ — ἀρχηγενής originating neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρχηγενής originating masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρχηγενής originating masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek